- περιπάθεια
- η уст. страстность; пафос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπάθεια — η, ΝΜ [περιπαθής] έντονη συναισθηματική κατάσταση, σφοδρή επιθυμία για κάτι … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
φλογερότητα — η το να είναι κανείς φλογερός, σφοδρότητα, βιαιότητα, πάθος, ορμή, περιπάθεια, θερμότητα: Η φλογερότητα των συναισθημάτων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)